άγριος

άγριος
α, ο [ία, ον] 1.
1) дикий, неприручённый; одичалый; 2) дикий, дикорастущий; 3) дикий, глухой, пустынный; 4) дикий, первобытный;

άγριες φυλές — дикие племена;

5) злой, свирепый, лютый;
зверский, жестокий; яростный, ожесточённый;

άγρια επίθεση — яростная атака;

άγρια τρομοκρατία — жестокий террор;

6) дикий, необузданный, грубый;

άγριον βλέμμα — дикий взгляд;

άγριες κραυγές — дикие вопли;

άγρια ήθη — грубые нравы;

2. (ο ) дикарь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άγριος" в других словарях:

  • ἄγριος — living in the fields masc nom sg ἄγριος living in the fields masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • άγριος — α, ο 1. για ζώα, αυτά που δεν έχει εξημερώσει ο άνθρωπος. 2. για φυτά, αυτά που δεν καλλιεργούνται, τα αυτοφυή: Αγόρασα αγριοράδικα. 3. για ανθρώπους, αυτοί που μένουν απολίτιστοι, βάρβαροι: Οι άγριοι της Αφρικής. 4. γενικά για άψυχα, αυτά που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* …   Dictionary of Greek

  • άγριος σόχος — ο ο αγριοζοχός* …   Dictionary of Greek

  • άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) …   Dictionary of Greek

  • ζαμπούκος, άγριος — Φυτό της οικογένειας των βαλεριανιδών. Είναι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία νάρδος η κονδυλόρριζοςβαλεριάνα η διοσκουρίδειος. Πρόκειται για πολυετή πόα, με βλαστό όρθιο και φύλλα με αραιό τρίχωμα. Τα άνθη της είναι ρόδινα ή άσπρα. Απαντά …   Dictionary of Greek

  • ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη …   Dictionary of Greek

  • ἀγριώτερον — ἄγριος living in the fields adverbial comp ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»